ακροούρανο

ακροούρανο
και ακρούρανο, το
(λ. ποιητική)
1. η άκρη τού ουρανού, τού ορίζοντα
2. κορυφή όρους, βουνοκορφή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ακρο- (Ι) + ουρανός].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ακροούρανο — το και ακρούρανο, το η άκρη του ουρανού, του ορίζοντα: Τα πουλιά σε λίγο χάθηκαν στ ακρούρανα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ακρούρανο — το βλ. ακροούρανο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”